- ουστερομεινία
- οὑστερομεινία, ἡ (Α)βλ. υστερομειννία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υστερομηνία — και θεσσαλ. τ. ύστερομειννία και βοιωτ. τ. οὑστερομεινία, ἡ, Α η τελευταία ημέρα τού μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + μηνία (< μηνος < μήν, μηνός), πρβλ. μεσο μηνία] … Dictionary of Greek